Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠτειλῆθεν — from indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτειλήθεν — Α επίρρ. από τραύμα («φορέοντο αἵματος ὠτειλῆθεν ἐπὶ τραφερὴν ῥαθάμιγγες», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτειλή «τραύμα» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ἀγορῆ θεν)] … Dictionary of Greek